Tuesday, 29 November 2011

unexpected connection_ginsberg/elytis




La psychanalyse à l’envers

Ζακ Λακάν, Σεμινάριο 17 "Το ανάποδο της ψυχανάλυσης"

1969-70

ed. Seuil, Paris

La psychanalyse à l’envers, αυτός θεώρησα πως έπρεπε να είναι ο τίτλος του παρόντος σεμιναρίου.
Μην νομίζετε πως αυτός ο τίτλος οφείλει οτιδήποτε στην επικαιρότητα που θα θεωρούσε τον εαυτό της στα πρόθυρα του να φέρει τα πάνω κάτω σ’ έναν ορισμένο αριθμό τόπων. Δεν θα δώσω παρά την ακόλουθη απόδειξη. Σ’ ένα κείμενο του 1966, και συγκεκριμένα σε μια από αυτές τις εισαγωγές που συνέταξα τη στιγμή της συλλογής των Γραπτών μου, και που το υπογραμμίζουν ιδιαιτέρως, κείμενο που τιτλοφορείται De nos antécédents, χαρακτηρίζω στην σελίδα 68 το λόγο μου ως μια επανεξέταση, λέω, του φροϋδικού σχεδίου από την ανάποδη. Γράφτηκε λοιπόν πολύ πριν τα γεγονότα – μια επανεξέταση από την ανάποδη (envers).
Τι να πει κανείς γι’ αυτό; Μου συνέβη, την περασμένη χρονιά, να διακρίνω, με μεγάλη επιμονή, σε τι συνίσταται το καθεστώς του λόγου, σαν μια αναγκαία δομή που υπερβαίνει κατά πολύ την ομιλία, η οποία είναι πάντοτε λίγο ως πολύ συνάρτηση των περιστάσεων. Αυτό που προτιμώ, είπα, και μάλιστα μια μέρα το έγραψα στον πίνακα, είναι ένας λόγος χωρίς λόγια.
Είναι γεγονός ότι κάλλιστα αυτός μπορεί να υφίσταται χωρίς λόγια. Υφίσταται σε ορισμένες θεμελιώδεις σχέσεις. Αυτές, κυριολεκτικά, δε θα μπορούσαν να στηριχθούν χωρίς τη γλώσσα. Μέσα από την γλώσσα ως εργαλείο εγκαθιδρύεται ένας ορισμένος αριθμός σταθερών σχέσεων, στο εσωτερικό των οποίων μπορεί, βεβαίως, να εγγραφεί κάτι που είναι πολύ πιο ευρύ, που πάει πολύ πιο μακριά, από τις δυνατές εκφορές. Δεν είναι διόλου αναγκαίες ώστε η συμπεριφορά μας, οι πράξεις μας να εγγράφονται ενδεχομένως στο πλαίσιο ορισμένων πρωταρχικών διατυπώσεων. Εάν αυτά τα πράγματα δεν συνέβαιναν, τι θα γινόταν με ό,τι ξαναβρίσκουμε στην εμπειρία μας, και ειδικότερα την αναλυτική -παρούσα σ’ αυτό το σημείο συνάρθρωσης επειδή ακριβώς το υπέδειξε -, τι θα γινόταν λοιπόν με αυτό που ξαναβρίσκουμε υπό τη μορφή του υπερεγώ;
Υπάρχουν δομές -δε θα μπορούσαμε να τις κατονομάσουμε διαφορετικά- για να χαρακτηρίσουμε ό,τι μπορεί να αναδειχθεί από αυτό το υπό μορφήν όπου την τελευταία χρονιά έδωσα έμφαση στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης χρήσης, –δηλαδή αυτό το οποίο ορίζω διαμέσου της θεμελιώδους σχέσης με βάση τη σχέση ενός σημαίνοντος με ένα άλλο σημαίνον. Απ’ όπου προκύπτει η ανάδυση αυτού, που αποκαλούμε το υποκείμενο –μέσω του σημαίνοντος που, εν προκειμένω, λειτουργεί ως αυτό που αντιπροσωπεύει το υποκείμενο, σε σχέση με ένα άλλο σημαίνον.
Πώς να διατυπώσουμε αυτόν τον θεμελιώδη τύπο; Αυτόν τον τύπο, αν θέλετε, χωρίς να χρονοτριβούμε, φέτος θα τον γράψουμε με έναν νέο τρόπο. Τον είχα διατυπώσει την περασμένη χρονιά με βάση την εξωτερικότητα του σημαίνοντος S1, εκείνου απ’ όπου αντλεί την καταγωγή του ο ορισμός του λόγου, έτσι όπως πρόκειται να τον υπογραμμίσουμε σ’ αυτό το πρώτο βήμα, σ’ έναν κύκλο που τον δηλώνουμε με το αρχικό γράμμα Α, δηλαδή το πεδίο του μεγάλου Άλλου. Όμως, απλοποιώντας, θεωρούμε το S1 και, κατονομάζουμε με το σημείο S2, την συστοιχία των σημαινόντων. Πρόκειται γι’ αυτά που είναι ήδη υπάρχοντα, μολονότι στο πρωταρχικό σημείο στο οποίο εντασσόμαστε για να καθορίσουμε τι συμβαίνει με τον λόγο, τον λόγο νοούμενο ως καθεστώς του εκφερόμενου, το S1 είναι εκείνο που πρέπει να εξετάσουμε ως παρεμβαίνοντα. Παρεμβαίνει σε μια σημαίνουσα μπαταρία, που δεν έχουμε ποτέ κανένα δικαίωμα, σε καμία περίπτωση να θεωρήσουμε ως αποτελούμενη από διάσπαρτα στοιχεία, ως αυτή που διαμορφώνει το δίκτυο αυτού που ονομάζεται μια γνώση…..


Απόσπασμα από το Σεμινάριο 17 του Ζακ Λακάν L’envers de la psychanalyse, Paris, Seuil.

http://www.centrerepsy.gr/%28A%28elqTkth1zAEkAAAANmIxODNkMzAtMzI5OS00ZGFmLWI1ZDQtMmNlMjczODAxMTQ0Gdt6EeD3ADjvMmJqH1Y7hqyvNIE1%29%29/Infos/Article.aspx?IDVAl=6&th=%CE%96%CE%B1%CE%BA%20%CE%9B%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CE%BD,%20%CE%A3%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BF%2017&cult=el-GR&AspxAutoDetectCookieSupport=1

Friday, 25 November 2011

κλεισθένης revisited

Ο Κλεισθένης υπήρξε Αθηναίος πολιτικός του 6ου αι. π.Χ., της οικογένειας των Αλκμεωνιδών. Το 508-507 π.Χ. έθεσε τις βάσεις για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αθήνας.

Με το τέλος της τυραννίας του Πεισίστρατου, ανέλαβε να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα της Αθήνας και να το καταστήσει δημοκρατικότερο. Γι' αυτό τον σκοπό διαχώρισε τους Αθηναίους σε δέκα φυλές με δέκα δήμους η καθεμιά. Σε κάθε φυλή φρόντισε να ανήκουν πολίτες από διάφορες περιοχές της Αττικής και έτσι οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν μόνοι τους μια ισχυρή τάξη και αναμίχθηκαν με τους υπόλοιπους πολίτες. Ο Κλεισθένης έδωσε όλη την εξουσία στην Εκκλησία του δήμου. Από αυτήν εκλέγονταν και οι δέκα στρατηγοί που διοικούσαν όχι μόνο το στρατό αλλά και το ίδιο το κράτος.

Επιπρόσθετα, η βουλή των 400, όργανο που θέσπισε ο Σόλωνας αντικαταστήθηκε από νέα βουλή με 500 βουλευτές. Αυτοί εκλέγονταν κάθε χρόνο με κλήρο 50 από κάθε φυλή. Έτσι, όλοι οι πολίτες είχαν πιθανότητα να γίνουν κάποτε βουλευτές. Έργο της βουλής ήταν να προετοιμάζει τα θέματα που θα συζητούσε η Εκκλησία του δήμου. Επίσης, ο Κλεισθένης, για να προστατέψει το νέο πολίτευμα, καθιέρωσε τον οστρακισμό. Κάθε πολίτης έγραφε πάνω σε ένα κομμάτι από σπασμένο αγγείο (όστρακο) το όνομα του πολιτικού που θεωρούσε πιο επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Μετρούσαν κατόπιν τα όστρακα και εξόριζαν για 10 χρόνια όποιον είχε συγκεντρώσει 6 χιλιάδες όστρακα με το όνομά του. Έτσι γεννήθηκε στην Αθήνα η δημοκρατία, το πολίτευμα που δίνει σε όλους του πολίτες το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους. Η δημοκρατία ήταν μια από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι έπαψαν η συγγένεια και η καταγωγή να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Με το μέτρο αυτό ο Κλεισθένης "έδωσε την πολιτεία στον λαό", όπως έγραψε αργότερα ο Αριστοτέλης.

[wikipedia]

Thursday, 17 November 2011

ολομερικότητα

Abduction is a kind of logical inference described by Charles Sanders Peirce as "guessing".[1] The term refers to the process of arriving at an explanatory hypothesis. Peirce said that to abduce a hypothetical explanation a from an observed surprising circumstance b is to surmise that a may be true because then b would be a matter of course.[2] Thus, to abduce a from b involves determining that a is sufficient (or nearly sufficient), but not necessary, for b.

For example, the lawn is wet. But if it rained last night, then it would be unsurprising that the lawn is wet. Therefore, by abductive reasoning, the possibility that it rained last night is reasonable. (But note that Peirce did not remain convinced that a single logical form covers all abduction.)[3]

Peirce argues that good abductive reasoning from P to Q involves not simply a determination that, e.g., Q is sufficient for P, but also that Q is among the most economical explanations for P. Simplification and economy are what call for the 'leap' of abduction.[4]

There has been renewed interest in the subject of abduction in the fields of computer science and artificial intelligence research.

[http://en.wikipedia.org/wiki/Abductive_reasoning]

Monday, 7 November 2011