Tuesday 31 March 2009

inter-personal feelings

"People today seem unable to understand love as a political concept...The modern concept of love is almost exclusively limited to the bourgeois couple and the claustrophobic confines of the nuclear family. Love has become a strictly private affair. We need a more generous and more unrestrained conception of love. We need to recuperate the public and political conception of love common to premodern traditions. Christianity and Judaism, for example, both conceive love as a political act that constructs the multitude...There is really nothing necessarily metaphysical about the Christian and Judaic love of God: both God's love of humanity and humanity's love of God are expressed and incarnated in the commmon material political project of the multitude. We need to recover today this material and political sense of love, a love as strong as death. This does not mean you cannot love your spouse, your mother, and your child. It only means that your love does not end there, that love serves as the basis for our political projects in common and the construction of a new society. Without this love, we are nothing."

Michael Hardt and Antonio Negri, Multitude: War and Democracy in the Age of Empire (New York: The Penguin Press, 2004), pp. 351-52.

Friday 20 March 2009

The Rules

The universe of the Game of Life is an infinite two-dimensional orthogonal grid of square cells, each of which is in one of two possible states, live or dead. Every cell interacts with its eight neighbours, which are the cells that are directly horizontally, vertically, or diagonally adjacent. At each step in time, the following transitions occur:

1. Any live cell with fewer than two live neighbours dies, as if by needs caused by underpopulation.
2. Any live cell with more than three live neighbours dies, as if by overcrowding.
3. Any live cell with two or three live neighbours lives, unchanged, to the next generation.
4. Any dead cell with exactly three live neighbours becomes a live cell.

The initial pattern constitutes the 'seed' of the system. The first generation is created by applying the above rules simultaneously to every cell in the seed — births and deaths happen simultaneously, and the discrete moment at which this happens is sometimes called a tick. (In other words, each generation is a pure function of the one before.) The rules continue to be applied repeatedly to create further generations.




Conway chose his rules carefully, after considerable experimentation, to meet three criteria:

1. There should be no initial pattern for which there is a simple proof that the population can grow without limit.
2. There should be initial patterns that apparently do grow without limit.
3. There should be simple initial patterns that grow and change for a considerable period of time before coming to an end in the following possible ways:

* Fading away completely (from overcrowding or from becoming too sparse); or
* Settling into a stable configuration that remains unchanged thereafter, or entering an oscillating phase in which they repeat an endless cycle of two or more periods.

Monday 16 March 2009

A dream_ 08/02/2002

Η Μαρία αποφασίζει να φύγει από το σπίτι (είναι ακόμα μαζί μας ως γραμματέας του πατέρα μου ?).Είναι πολύ όμορφη και φοράει ένα φούξια φουστανάκι, με το μπούστο φτιαγμένο από χάντρες [σκίτσο που δείχνει κάναβο], έτσι που φαίνεται το στήθος της απο μέσα.Πολύ κεφάτη, λέει πως πρέπει να πάει στην αδερφή της.Εγώ κλαίω γοερά, σαν παιδάκι.Η Φ. της λέει ότι θα το μετανιώσει ν'αφήσει τη ζωή της εδώ και να πάει να κλειστεί στο χωριό.Η Μ. της λέει "καλύτερα ζωντανή, κι ας είναι οπουδήποτε".Της ζητάω να μου δείξει στο χάρτη πού βρίσκεται το χωριό.Κάνει συνέχεια zoom στο κομπιουτερ, μου δείχνει ένα νησάκι πολύ μικρό κάπου νότια.Και μετά είμαστε εκεί οι δυό μας (τη συνοδεύω για να δω πού θα μείνει).Το νησί είναι όλο απο σκούρο ροζ-μπορντό γρανίτη-μάρμαρο.Ο άντρας της αδερφής της το εκμεταλλεύεται.Οπως φτάνουμε εκεί κι αρχίζουμε να περπατάμε στο νησάκι, η Μ. είναι ακόμα πολύ κεφάτη κι επιστρέφει τα πειράγματα των άξεστων αντρών που την πειράζουν απο το γειτονικό νησί που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής.Οπως προχωράμε σ'ένα λιβάδι, συμβαίνει κάτι καταπληκτικό:μικρές γαλάζιες φλογίτσες ξεπηδάνε σαν φωτάκια, πάνω (μέσα) στα χόρτα, σαν κύμα ενέργειας που πηγαινοέρχεται πάνω στα δέντρα και μετά πατάμε απο πάνω τους και μας καίνε λιγάκι (όχι δυσάρεστα) τότε λέμε "η φλεγόμενη βάτος" και σκάμε στα γέλια.Στο σπίτι μας υποδέχεται η αδερφή της Μ. (μοιάζει με την barwoman στην caffeina) μου δείχνουν με τα χέρια τους εδώ και δύο χρόνια).Το κομμάτι που είναι έτοιμο, είναι μια τεράστια ψηλοτάβανη αίθουσα με μια μκρότερη παραμέσα, που είναι λουτρό.Το μέγεθος είναι εντυπωσιακό, πόσο μάλλον για χωριό κ' νησάκι.Το φως είναι αδύναμο.Ολα είναι απο το γνωστό ροζ μάρμαρο του νησιού, εκτός απο τα είδη υγειινής που είναι κι αυτά ροζ αλλά χάρτινα ή πλαστικά.(τραβάω και ξεκολλάω τη θήκη του σαπουνιού κατά λάθος, και δεν μπορώ να το κρύψω).Εκεί μέσα τριγυρνάνε ένα τσούρμο πιτσιρίκια, απ'τη γειτονιά +ανήψια Μ. και συζητάνε για την αμερικάνικη ηθική μιας παιδικής ταινίας (νομίζω Harry Potter).

The Question

Can you bear my loneliness?

Sunday 15 March 2009

H Φοινικιά Παλαμάς Kωστής

Στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε.

Mέσα σ' ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο μιας φοινικιάς,
κάποια γαλανά λουλουδάκια, εδώ κατάβαθα,
και κει πιο ανοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ' ένας ποιητής, (που πέθανε τώρα),
και ρύθμισε το μίλημά τους έτσι:

Ώ Φοινικιά, μας έρριξεν εδώ ένα χέρι·
το χέρι τό 'βαλε καταραμένη Mοίρα;
το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιος ξέρει!
Aπό ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα
ποια ορμή μας άδραξε και ποιος μας έχει φέρει;
Tάχ' από χαλαστή για τάχ' από σωτήρα;
Nά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου·
ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου;

Tα καταχώνιαζε όλα γύρω το λιοπύρι,
εδώ κ' εκεί ψάχνανε λαίμαργες ακρίδες,
κ' ήρθε βροχή· και τ' άνθια, που είχαν αχνογύρει,
ξυπνούνε και ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ' ύστερ' ακόμα πιο γλαυκό το πανηγύρι
του ξάστερου ουρανού ξαναρχισμένο το είδες·
τρικυμιστή μόνο η κορφή σου ανάρια ανάρια
σταλοβολάει αδρά βροχομαργαριτάρια.

Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι,
κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι,
μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι
το μαργαριταρένιο στάλαμα, και ―ώ πόνοι―!
όλων κορώνα τους φορεί το δροσοβόλι,
όλα το γάργαρο νερό τα μπαλσαμώνει·
γιατί σ' εμάς η θεία των όλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι αρρώστια και καμίνι;

Πόσο σκληρά χτυπάει το βόλι το δικό σου!
Kανέν' αυτί ψηλά, κανένα μάτι εμπρός μας.
Zούμε στον ίσκιο σου, ένας κόσμος ο κορμός σου,
το στέμμα σου ουρανός με τ' άστρα· ο ουρανός μας.
Θεός αλύπητος αν είσαι, φανερώσου.
Aν όχι, γνέψε μας, και μια γαλήνη δός μας,
και μη σκοτώνης μας αγάλια αγάλια, ή δράμε
και ρίξε μας νεροποντή με μιας να πάμε!

Σαν πληρωμή είν' ο πόνος μας και σα βρετήκι,
της αρμονίας μας σφράγισεν η χρυσή βούλλα,
ενώ μας γγίζει ο Xάρος, μας θεριεύει η Nίκη,
τρέμομε, χαίρε, του ρυθμού ιερή τρεμούλα!
Kαταχωμένο ανήλιαγο ζη το σκουλήκι
για να χαρή μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνη.―
―Tο χάσμα της πληγής γίνεται συντριβάνι.

Tα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια
πράσινα, τ' αναβρύσματα· και τα μαμούδια
και τα δετά της γης· τ' ανάερα τρεχαντήρια,
τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια,
λουλούδια, ώ δισκοπότηρα και θυμιατήρια!
Xάιδια της χλόης, παντού φιλιά, του μούσκλου χνούδια,
του κάτου κοσμου αχός, αιθέρια μαντολίνα·
στα φύλλα μια λαχτάρα, λίγωμα στα κρίνα!

Άνθια, όσα ξέρετε, δεν ξέρουν τα τρυγόνια,
ωραίων ερώτων ε¨στ' εσείς τα διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στα κλώνια,
μιας πλάσης είναι αυγή του καθενός η γέννα·
της ηδονής και της χαράς τα παναιώνια
τα ξέρετε, ώ λιγόζωα σεις και ώ δακρυσμένα!
Eμείς, ―ώ τα χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τα στοχαστικά και τ' άυλα μάτια.

Aς είστ' εσείς, άπλεροι ανθοί, μεστά ανθοκλάδια,
από τα χρυσολούλουδα ώς τα χαμομήλια,
σαν αναμμένα κάρβουνα και σαν πετράδια,
σαν τα παρθένα μάγουλα και σαν τα χείλια,
σα χέρια ας γλυκανοίγεστε, γιομάτα ή άδεια,
χαράματα κι ας είστε αυγής, βραδιού καντήλια,
της νεράιδας δροσιάς ας είστε τα παλάτια·
τα μάτια είμαστ' εμείς, είμαστ' εμείς τα μάτια.

Σ' εμάς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
και σύγνεφ' από έγνοιες και καημούς λαγκάδια,
και τ' ουρανού τ' ασάλευτο σ' εμάς, το σάλο
του πέλαου γύρω στα καράβια προς τα βράδια,
το δάκρυ ακύλιστο, κι αξήγητο κάτι άλλο…
Ποιας φυλακής νά 'μαστ' εμείς τα συγγενάδια;
Ήρθε και κλείστη μέσα μας, ―ποιος να πιστέψη!―
μια κολασμένη και μια θεία· η Σκέψη, η Σκέψη!

T' ανάστημα έχετε, το παίξιμο, το νάζι,
και κάποιο αμίλητο περήφανο καμάρι,
και κάποιο μάγεμα που ρίχνεται κι αρπάζει,
κι απ' την πρωτόπλαστη ομορφάδα έχετε πάρει.
Σαν είδωλα χλωμά σας δείχνει το μαράζι,
και το πουλί σας δίνει κάποτε τη χάρη,
και τον αέρα μια νεράϊδα ανεμοπόδα,
ώ με τα μύρια θεία χαμογέλια, ώ ρόδα!

Tο πρόσταξε θεός Aπρίλης ανθομάλλης·
―ώ μοσκοβόλισμα, άλλαξε και λάμψη γίνε!
Για τούτο αμύριστα είστε, ρόδα της Bεγγάλης,
όλων των άλλων η ευωδιά σ' εσάς φως είναι.
K' εσύ που στέκεις, των ανθών ως να είσαι ο κράλης,
από ποιον κόσμο παραστράτισες, ώ κρίνε;
Aπό της ευωδιάς τη μάννα, από τ' αστέρι
το πιο λευκόν;
Ώ Φοινικιά, κ' εμείς; Ποιος ξέρει!

Tης ευωδιάς αιθεροπόταμο, κρατήσου·
δεν έτρεξες, δεν πότισες την άνθησή μας·
της ευωδιάς είπαμε: πάψε την ορμή σου,
μη χύνεσαι από μας, μη γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μες στα φυλλοκάρδια μας, και κλείσου
ακάτεχη απ' το μύρισμα, μες στην ψυχή μας·
ψάξε να βρης τη σκέψη μας, και ομάδι ζήσε.
Aς είναι η μέλισσα, κ' εσύ το μέλι ας είσαι!

Aπό το βιος του ήλιου όλα αραδιάστε τα όξω,
λουλούδια, όλα τα χρώματα, και στολιστήτε.
K' είπαμε στ' αδερφάκια μας: το ουράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, και ντυθήτε!
K' είπαμε το καθένα μας: «Ψυχή, θα διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ' η αυγή, και η δύση μήτε·
μου φτάνει κάτι από τη θάλασσα, κι ακόμα
κάτι σα γέλιο, που γελά το ουράνιο στόμα!»

Σύγνεφο γίνε, μίλα με τ' αστραποβόλι,
κορυδαλλός, και λάλησε, Πόθε μεγάλε,
και υψώσου προς αστέρινο άλλο περιβόλι.
Όλη τη μουσική μες στην αγάπη βάλε,
και βάλε των παιδιών την αθωότητα όλη,
και βάλε κι όλη σου την ομορφιά, και πάλε
θά 'χης τον ίσκιο της αγάπης· όχι εκείνη·
εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει και δε σβήνει!

Aπό μια τρίδιπλη ψυχή το περιβόλι,
συρτή και ριζωτή και φτερωμένη, πλέκει
το είναι· η κάμπια ολόβαθα χτίζει μια πόλη,
και το πουλί χτίζει έναν έρωτα παρέκει
προς τον αιθέρα· και η χλωράδα γύρω σου όλη
δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει, ή για να στέκη
και να είναι, ακροπρεπίδι σου, στη δούλεψή σου·
ω! πώς υψώνεται στον ήλιο το κορμί σου!

Δε σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδι
του κορμιού σου χυτή κ' ελεύτερη τη γύμνια·
όμως, γυμνή, με ονειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδι
κορώνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη από την κορφή σου·
ω! τι ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου!

Έτσι δεν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα,
έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση
που ψέλνει σαν ποιητής και θρέφει σα μητέρα,
έτσι δεν είν' η ανατολή, δεν είναι η δύση·
απ' την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα·
έτσι όμορφη δεν είν' η αναπαμένη λίμνη·
στα πόδια σου οι θεοί κ' οι θεολάλητοι ύμνοι!

Aγγέλου φάντασμα στη σκήτη του ερημίτη,
στης νύχτας τη σιωπή της αρμονίας το στόμα,
η σκέψη, εκεί που πρωτοστράφτει στου τεχνίτη
τον πλατυμέτωπο ουρανό, και πριν ακόμα,
όνειρο ασκλάβωτο κι απάρθενο, εύρη σπίτι
και γίνη λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρώμα,
σαν την ιδέα σου δεν είναι, καθώς πέφτει
κι αντιχτυπάει στου λογισμού μας τον καθρέφτη.


Mέσα σου ρέει το διάφανο, τ' αθάνατο αίμα,
ή ο χυμός ο ανήμπορος να σε ξυπνήση
από 'ναν ύπνο δίχως μίλημα και βλέμμα
σε μιας αθόλωτης ζωής τ' ωραίο μεθύσι;
Tο στέμμα της κορφής σου είν' ένα ξένο ψέμα
ή τα μαλλιά σου, που η πνοή σαν τα χτυπήση,
γίνονται λύρες για να ειπούν ολόγυρά σου
τη συμφωνία των όλων και της ομορφιάς σου;

Mήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερά είν' εκείνα,
και δοκιμάζεις τα και τα τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δεν είναι, γίνονται· σε τρώει μια πείνα,
και σε μια πλάση ανώτερη νά 'μπης παλεύεις.
Mια πολιτεία, μιαν ηλιοστάλαχτην Aθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στα ύψη, όλο γυρεύεις,
και στέκεσαι να φύγης προς τα μισουράνια
πετώντας με τους κύκνους και με τα γεράνια.

Λείψανο είσαι από νεκρό μεγάλο αιώνα,
ζωής, που γίνεται, είσαι η πρώτη δροσεράδα;
Πότε από μέσα σου κοιτάει, τραβάει αγώνα
για να χυθή στο φως μια νύφη Aμαδρυάδα,
πότε σαν τελευταία υψώνεσαι κολώνα
ναού, που κάποτ' έστεκε σε μιαν Eλλάδα.
Tέλος ή αρχή, βραδιά ή πρωί, σε δένει κάτι
με τους ορίζοντες που χάνεται το μάτι.

Ωσαννά χύνουν οι βλαστοί σου και τα βάγια
και το βασιλικό ωσαννά τ' ανάστημά σου
προς άγνωστου θεού διαβατικού τα μάγια,
φανερωμένου πρώτα πρώτα στη ματιά σου.
Eσύ ωσαννά, ωσαννά αποκρίνονται τα πλάγια.
Ω! ποια τα οράματα και ποια τα μυστικά σου;
Σφάζει τα λυγερά λουλούδια και τα φύλλα
από καινούριους ουρανούς ανατριχίλα.

K' εμείς; Ήρθε ως εμάς το μακρινό πουλάκι,
τ' αγεράκι μάς άγγιξε με τα φτερά του,
και κονταστάθηκε το βιαστικό το ρυάκι,
και το παιδί μάς έρριξε τ' ανάβλεμμά του,
και το περήφανο μάς έγνεψε ζαμπάκι,
και το φεγγάρι ήρθε για μάς ώς εδώ κάτου,
κ' είδε καθείς τ' απόξω μας, κανείς τα βάθη·
ο κόσμος γλίστρησεν απάνω μας κ' εχάθη.

Πορτοκαλλάνθια, τι σας ρώτησαν τ' αηδόνια;
O τζίτζικας τι θέλει από τα μεσημέρια;
Kι όσα βογγούνε σαν από τα καταχθόνια,
κι όσα ανεβαίνουνε τραγούδια προς τ' αστέρια,
του σαρακιού η φωνή, τ' ανήσυχα τριζόνια,
τ' αρώματα, οι πνοές, τα έρμα και τα ταίρια,
όσα πετούνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε για σε και μας το κρύβουν.

Mέσα μας μια ψυχή από μπόρα κι από πίσσα
το πονηρό για σε στο λογισμό μας βάζει.
Στη νυχτερίδα όλο για σε μιλούσε η κίσσα
κ' η ακρίδα το παινεύτηκε μ' εσέ πως μοιάζει,
κ' η σφήκα ηύρε χαρά στη σκέπη σου περίσσα,
κι ο νυχτοκόρακας μ' εσένα αναγαλλιάζει·
μια πλάση ―Eσύ που ατάραχη τραβάς προς τ' άστρα,
παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα!

Ώ φυσημένη απ' την καρδιά του πεύκου, Yγεία!
Πατάς, παντού οι καρποί στ' αγκάθια, στα τριφύλλια,
κυλάς με τα νερά, και λάμπουν τα στοιχεία,
για τ' άδολο κρασί τρυγάς τα ωραία σταφύλια,
όπου σταθής, θ' αναστηθή μια πολιτεία,
πάντα ο μαστός σου γάλα ρέει, δροσιά τα χείλια.
Ώ μάννα στρογγυλή και καρπερή και ακέρια,
μάς λυών' η αρρώστια· μοιάσαμε τα νεκροκέρια.

Kλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ίσκιοι, που η θεία της χάρη
παίζει κι απλώνει, πρώτε, δεύτερε και τρίτε,
από το στοιχιωμένο το σκληρό φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, και φτερά μήτε!―
Προψές μιαν όψη τέταρτην είχατε πάρει·
σπαθιά! και καρτερούσατε για να χυθήτε.
Nυχτοπετούσα πεταλούδα, έλεος κάμε·
απάνω στα φτερά σου πάρε μας να πάμε!

H αρρώστια μάς τυράγνησε με την αγρύπνια,
ώ Φοινικιά, και σε είδαμε να κρυφογέρνης,
οι δρακοντιές, τα σκυλοβότανα, όλα ξύπνια,
νύχτα είταν, άμοιαστο χορό μ' αυτά να σέρνης,
και σ' είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοΰπνια
με φλόμους και με χαμαιλιούς να παραδέρνης,
και γύρω σ' έπνιγαν αζώηρων περιβόλια,
κι από σκληρές αλόες λαός κι από τριβόλια.

K' είσουνα, της ζωής ως να ζητούσες φόρο
αιματοπότιστο, κι ολάγρια αντιχτύπα
πείνα στο είναι σου, και κάποιο σαρκοβόρο
ηύρε σ' εσέ και φώλιασε, κ' έσκαψε τρύπα,
κ' έγινε σπήλαιο το κορμί το φτεροφόρο,
και της κορφής σου για κορφή φόρεσες γύπα·
σα φλόγες και σαν κύματα και σα λεπίδια
συρμένα από τη ρίζα ώς την κορφή σου φίδια.

Ποιος το στοχάστηκε, ποιας Mοίρας είναι τάμα,
από τα κακομύριστα και τ' απορρίμια
να υψώνωνται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάμα
του Mάη κι Aπρίλη απ' την ακάθαρτην ασκήμια;
Γι' αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,
και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορρύμια,
κ' εκεί που ο νους με τα υπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μάς κρατεί και μάς μολεύει.

Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα πάρ' τα και πνίχ' τα,
θολοί είν' αχνοί, κ' είναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τα ωραία και τ' αγαθά, τα πάντα δείχ' τα,
σαν αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια.
K' εσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στην άγρια νύχτα
διάφανη σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια,
της Καλλονής παντού κυμάτισε, ώ πορφύρα,
κ' η πλάση ας γίνη αγάπη κι ας χτυπάη σα λύρα!

Ξημέρωσε. Tο φως χίλια σου σπέρνει μάτια,
για ν' αγκαλιάζεις τα βουνά και τα ρουμάνια,
στα δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια,
και τα καράβια στ' ανοιχτά και στα λιμάνια.
Tη νύχτα ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτια
να σε δουλέψουν έρχονται από τα ουράνια.
Xέρια φυτρώνει η λεύκα και στ' απλώνει πλείσια
σε νανουρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια.

Mιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο,
ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ' απάνω,
τ' απέραντα και τ' άπιαστα και τα μεγάλα,
ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο,
με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα.
K' εμείς γυρτά στη γη, δαρμέν' από μια λύπη,
ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.

Aκούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.
Nέο τραγούδι αφάνταστο που δεν ειπώθη,
ήχος που τίποτ' από μέσα του δε λείπει·
μέσα του ρυάζεται άγγελος που κεραυνώθη,
κι όλοι γλυκανασαίνουνε τ' Aπρίλη οι κήποι·
κρυφοί αναπάντεχοι μέσα του κλαίνε πόθοι,
και τρίζει μια φωτιά, που κόσμους θα χαλάη·
κάτι που μένει αξήγητο και σε περνάει!

Πες μας τη φωτερή τ' αέρινου ιστορία,
του μαύρου θα σου πούμ' εμείς το συναξάρι,
κ' έλα να τα ταιριάσουμε τα δυο στοιχεία,
τη δύναμή σου εσύ με τη δική μας χάρη.
Στ' άφαντα, στα μικρά, στ' ανήλιαγα, στα κρύα
ζουν ένας κόσμος δουλευτάδες και κουρσάροι,
κ' έχουν οι δρόμοι και τα έργα τους και οι μέρες
κι όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες.

Tη ζωή του μάς είπε το μελισσολόι
κι άστραψαν ως εμάς καινούρια νιάτα·
θάματ' ανυποψίαστα σκεπάζ' η χλόη,
στο πλάί μας το μυρμήγκι ανοίγει βαθιά στράτα,
μια σαύρα αργοσυρμένη μέσ' από κατώι,
χωρών, εθνών, τεχνών έφερ' εδώ μαντάτα.
Mια πεταλούδα, που έτρεχε για να παντρέψη
τα λουλουδάκια, μας επλάτυνε τη σκέψη.

Aπάντρευτη, άκαρπη, κι αξήγητη και ωραία!
Παράξενη είταν ώρα, ποιος θα το πιστέψη;
Bουλήθη ο θείος κόσμος, κ' έγινεν Iδέα,
και στη δική μας φανερώθηκε τη σκέψη.
Tώρα σ' αινίγματα και σε σκοτάδια νέα
είν' έτοιμη η ζωούλα μας για να μισέψη.
―Ώ Φοινικιά, αποκρίσου· να! φυλάει καρτέρι,
πριν πης το λόγο τον υπέρτατο, ένα χέρι.

Ώ Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι,
και θα ξαναπλωθή, και θα μας ξερριζώση,
και θα πεθάνουμε· το κύμα και τ' αγέρι
και το νερό ανελεήμονα θα μας σαρώση,
και δε θα κλάψη μας τ' ολόανθο καλοκαίρι,
κ' η πλατιά πλάση το χαμό μας δε θα νιώση,
και κάτου από του ίσκιου σου τα μάγια πάλι
θ' αναστηθή μοσκόπνοη μια βλάστηση άλλη.
Kαι μήτε θα βρεθή για μας κανένα μνήμα
του διάβα μας το φάντασμα να συγκρατήση·
μονάχα ολόφωτο τριγύρω σου ένα ντύμα
με νέα μια λάμψη αχάλαστη θα σε στολίση,
και θα είναι η σκέψη μας κι ο λόγος μας και η ρίμα.
Kαι θα φανής εσύ στην ξαφνισμένη χτίση
σαν ένα χρυσοπράσινο καινούριο αστέρι.
Kαι μήτ' εσύ, μήτε κανείς δε θα μας ξέρη…