Γνωρίζω, άλλωστε,
ότι κάθονται και άλλοι πίσω από το τερματικό μου και από τους διαύλους που
εκπορεύονται από αυτό.Το γνωρίζω, επειδή στο δικό μου τερματικό, όταν πιέζω
ορισμένα πλήκτρα, εμφανίζονται μηνύματα άλλων ανθρώπων, γραπτά που κυκλοφορούν
με τη μορφή εικόνων, τα οποία μεταξύ άλλων απευθύνονται και σε μένα. Και αν θέλω,
μπορώ να φωτίσω στο τερματικό μου την εικόνα του άλλου εικονοσυνθέτη με την ανάλογη
πληκτρολόγηση-αν θέλω και αν θέλει. Κι αυτός από τη μεριά του, αν θέλει, μπορεί
να φωτίσει τη δική μου εικόνα στο τερματικό του-αν θέλει και αν θέλω. Γνωρίζουμε
ο ένας για τον άλλον και συμφωνούμε διαλογικά. Και το «εμείς», θεωρητικά, σημαίνει:
όλοι οι άνθρωποι.
Με αυτή την αμοιβαία γνώση και αναγνώριση όλων των άλλων, το
παιχνίδι μου με τις εικόνες αποκτά έναν εξαιρετικά ειδικό χαρακτήρα, δηλαδή τον
χαρακτήρα ενός ομαδικού παιχνιδιού, στο οποίο καθεμιά από τις δικές μου
τροποποιήσεις εικόνας είναι απάντηση σε ένα ερώτημα που μου έχει τεθεί και συνάμα
παρότρυνση σε όλους τους άλλους να την τροποποιήσουν εκ νέου και να μου την
παραδώσουν εκ νέου ως νέα ερώτηση. Σ’αυτό το παιχνίδι αμοιβαιότητας που παίζει
κανείς με πλήρη ευθύνη, ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο [konkrete] δεν είναι τι πρέπει να βλέπουμε, αλλά από
ποιον προέρχεται και προς ποιον κατευθύνεται. Όταν παίζω με εικόνες, δεν το κάνω
ώστε να παίξω για ένα ούτως-είναι [Sosein], αλλά για ένα συνείναι [Mitsein].
[Προς το σύμπαν
των τεχνικών εικόνων, Vilem Flusser, μετ. Γ.Ηλιόπουλος, εκδ. Σμίλη, σελ 172]