φαντάστηκε με σπαρακτική μανία τους λόφους της
τις κοιλιές της, τις απωλεσμένες πόλεις της
ακατάσχετα περιγράφοντας το μέσα του ως έξω της'
και είδε τα νωτισμένα του συκώτια διάσπαρτα στα χωράφια της
και τα μάτια του να κυλάνε στους δρόμους
τους νεφρούς του ν'ατιμάζουν τις παρειές , τις πλάτες της
το φλέγμα του να στάζει από τους στήλους στις πλατείες,
τις αρτηρίες του ανάκατες με τη χολή να λιώνουνε
στους τοίχους και τα κράσπεδα'
κι εκείνη δεν είχε άλλο να κάνει απ'το να τον αφήσει
ν' απλώσει ως και τα κόκκαλά του πάνω στη γη της
(γιατί η ηχώ δεν έφτανε για να σκεπάσει την αγωνία του λόγου του
να του πει πως δεν χρειάζεται να κομματιάζεται άλλο στα κάτοπτρα)
Και δέχτηκε το μακάβριο δώρο του ήσυχα, άφηνοντας τον ήλιο
να λευκάνει τα λείψανα της ψυχής του.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment