Thursday, 16 December 2010
being a fool
χάζω [εν συνθέσει:ανα-, παρα-, προ-χάζω] αναγκάζω τινά να αποχωρήσει, αποστερώ τινά τινός, χάζομαι, επικ.μελλ. χάσσομαι, αορ.α' χασσάμην " υποχωρώ, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ, φοβούμαι να..":εκ του ghe-d-(μετά του σχηματιστ. στοιχείου d) συγγ. τοις :αρχ. ινδ. jahati=εγκαταλείπει, παραιτείται, jihite=απέρχεται, εξέρχεται, αναπηδά, hiyate=εγκαταλείπεται, μένει οπίσω, αβεστ. zazami=απολύω, αρχ.γερμ. gan, gen, νεογερμ. gehen=βαδίζειν, πορεύεσθαι, υπάγειν΄ρ.ghe(i)=ελλείπειν (βλ.κιχάνω), ταυτόσημοι προς τας ρ. ghe(i)-, ghi-=χαίνειν, χάσκειν, χασμάσθαι (βλ. χαίνω, χάος)
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment